13 Νοεμβρίου 2012






















μικρή ιστορία αγάπης.









































αρχικά οι σχέσεις ήταν τυπικές.
μια σύσταση, ένα συγκαταβατικό χαμόγελο ως ένδειξη φιλικής διάθεσης.
εξάλλου θα περνούσαν πολλές ώρες μαζί σ' αυτόν τον μικρό χώρο. 
άγνωστο πόσες.
εκείνη ήταν λίγο αμήχανη τις πρώτες μέρες, επειδή εκείνος άθελα του (;) την άγγιζε.
κατά βάθος όμως αισθανόταν μια ασφάλεια, γιατί από την πρώτη στιγμή φοβόταν αυτό το διαολεμένο σκοτάδι.
εκείνος το αντιλήφθηκε, ίσως και να το έκανε επίτηδες από την αρχή, και στην πρώτη ευκαιρία άρχισε να της μιλάει.
της έλεγε ιστορίες για τους ανθρώπους που συνάντησε μέχρι να φτάσει εκεί, για τα μέρη που είδε.
και μετά άρχισε να της μιλάει για τα όνειρα του, τους ανθρώπους και τα μέρη που ήλπιζε να δει.
σιγά σιγά μέσα στα όνειρα του έμπαινε κι εκείνη.
νοερά την έπαιρνε από το χέρι και μέσα στο σκοτάδι οι δυο τους έφτιαχναν έναν κόσμο από την αρχή.
φυσικά, όπως σε κάθε ιστορία αγάπης, η ώρα του χωρισμού τους δεν άργησε.
το φως της ημέρας τους τύφλωσε, τόσο καιρό που ήταν στο σκοτάδι.
με λίγο βιαστικές κινήσεις και με αρκετές φωνές τους χώρισαν. 
δεν πρόλαβαν καν να ψελλίσουν το "αντίο".

η θέση της ήταν κάπως ψηλά και ο ήλιος την χτυπούσε τα απογεύματα και η βροχή και ο αέρας δεν την λυπήθηκαν.
δεν είχε όμως άλλη επιλογή από το να κοιτά εκείνη την πόρτα και τον κόσμο που μπαινόβγαινε βιαστικός. 
μια μέρα δεν άντεξε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα,
εκείνα τα κλάματα με τους λυγμούς, γεμάτα πόνο.
της έλειπε εκείνος και τα όνειρα που κάναν μαζί.
ξαφνικά, άκουσε την φωνή του δεν μπορούσε όμως να γυρίσει για να τον δει.
εκείνος της είπε: "είμαι εδώ πίσω σου, μην κλαις".
τα δάκρυα με τον καιρό στέγνωσαν στα μάτια της και ο ήλιος και η βροχή έγιναν υποφερτά όσο άκουγε την φωνή του.

ο καιρός πέρασε και άρχισε να ξεχνάει την μορφή του.
γι' αυτήν πλέον εκείνος ήταν μόνο μια φωνή.
ήθελε τόσο πολύ να τον δει, έστω μια τελευταία φορά.
ένα πρωί με συννεφιά, έγιναν φασαρίες στην πόλη.
κόσμος με πανό φώναζε συνθήματα και η πόρτα που τόσο καιρό κοιτούσε ήταν κλειστή και καλά ασφαλισμένη.
άρχισε να φοβάται πάλι όταν ξέσπασαν φασαρίες.
ο κόσμος ήρθε στα χέρια και κάποιοι κατευθύνθηκαν απειλητικά προς το μέρος τους.
"μην φοβάσαι, είμαι εδώ" της ψιθύρισε εκείνος.
ο κόσμος άρχισε να βρίζει και κάποιοι ανέβηκαν ψηλά και άρχισαν να τους χτυπούν.
πονούσε πολύ, όμως πιο πολύ φοβόταν για εκείνον.
την κατέβασαν από την θέση της και σχεδόν την αποτελείωσαν.
λίγο πριν αφήσει την τελευταία της αναπνοή είδε απέναντι της εκείνον.
ήταν σχεδόν νεκρός.
κοιτάχτηκαν έτσι για μια τελευταία φορά, δίχως να πουν τίποτα.
και κάπως έτσι τελείωσε η ιστορία αγάπης δυο καμερών ασφαλείας.