29 Ιανουαρίου 2013




















το σκέφτηκα δυο φορές κι όταν έκλεισα τα μάτια βρήκα τόσα σημεία του ορίζοντα, 

τόσα αστρικά σχέδια στα χρώματα που ξεδιπλώθηκαν στο σκοτάδι. 
η θλίψη μου πετάει πάνω από τα σύννεφα, 
δεν είναι ούτε βροχή, ούτε αέρας και η μοναξιά μένει στην γη, 
με ρίζες διπλές ζητάει να την ποτίσω.
στάθηκα ένα λεπτό μόνο στην ίδια γωνία του δρόμου που ήμουν και χτες 
και ένιωσα το βάρος της αγάπης στους ώμους μου.
τα μάτια μου πόνεσαν μακριά από το τέλος του δρόμου.
τόσοι άνθρωποι αιωρούνται στο μαύρο του σύμπαντος.
στα αστέρια απλώνω τα χέρια και τα κρατάω για μια στιγμή.
και μετά ξανά σκόνη.
φυσάει δυνατός αέρας από χτες.
όλος ο κόσμος ήταν δικός μου όταν ήμουν παιδί 
και τον χάρισα σ' αυτόν τον άνθρωπο στην άλλη άκρη του δρόμου, 
δείγμα δωρεάν μιας τσιχλόφουσκας 
με προορισμό τις σόλες των παπουτσιών 
και τις κατάρες της βροχής.
ποιόν αγαπάς πιο πολύ;
τον ήλιο;
τα καλοκαίρια;
μα, που πήγε αυτός;
διψάω για 'σένα.
πήδηξα χτες από την απέναντι ταράτσα στο σαλόνι του σπιτιού σου και από εκεί πιο πέρα, 
στο λιβάδι με τις φράουλες.
τα φώτα άναψαν.
είσαι πάνω από τον αέρα.
τραγουδήσαμε μαζί ώρες πολλές, 
μα ήμουν παιδί 
κι εσύ ο ήχος της σειρήνας που πάει προς την φωτιά μου.
κάνει τα πουλιά να πετούν πάνω από την πολή.
γυρνούσα όλη μέρα σε δρόμους κοσμικούς 
και ήσουν στα ποτήρια με τον ζεστό καφέ.
οι περαστικοί κρατάνε τα καπέλα τους, 
παράσημα της μεγάλης γιορτής.
είναι ο αέρας, δυνατός από χτες σαν εσένα.
ποντάρω κόκκινο, παιδικό παιχνίδι.
έφυγες, αλλά είναι καιρός που δεν κλαίω για 'σένα.
πουλί της πόλης, τα φτερά σου δικά μου.
δεν έχω πια χέρια, 
μόνο δυο μάτια που κοιτάνε τον κόσμο από μια άλλη γωνία.
πόνεσαν τόσο από τα σκουπίδια του δρόμου.
εκεί θα βρω φαγητό σήμερα.
και μετά θα αφεθώ στον αέρα που φυσάει δυνατός από χτες.
κρυώνω τόσο...